
2. Ο Θεός δεν είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να είναι δυνατόν να τον γνωρίζομε εμείς οι άνθρωποι. Δεν είναι ούτε αρχή, ούτε μεσότητα, ούτε τέλος, ούτε γενικά κάτι άλλο σχετικό, από αυτά που μπορούμε να παρατηρήσομε στη φύση. Γιατί ο Θεός είναι απροσδιόριστος, αμετάβλητος και άπειρος, επειδή είναι απείρως πέρα από κάθε ουσία και δύναμη και ενέργεια.
3. Κάθε ουσία, επειδή περικελείει μέσα της τον όρο της υπάρξεώς της, είναι εκ φύσεως αρχή της κατά δύναμη κινήσεως που παρατηρείται σ' αυτή. Κάθε φυσική κίνηση προς κάποια ενέργεια, επειδή νοείται μετά την ουσία της, πριν όμως από την ενέργειά της, είναι μεσότητα, επειδή από την φύση της είναι ανάμεσα σ' αυτές τις δύο. Και κάθε ενέργεια που καθορίζεται φυσικώς από το λόγο της υπάρξεώς της, είναι τέλος της κινήσεως της ουσίας, κινήσεως που έρχεται στο νου πριν από αυτή.
3. Κάθε ουσία, επειδή περικελείει μέσα της τον όρο της υπάρξεώς της, είναι εκ φύσεως αρχή της κατά δύναμη κινήσεως που παρατηρείται σ' αυτή. Κάθε φυσική κίνηση προς κάποια ενέργεια, επειδή νοείται μετά την ουσία της, πριν όμως από την ενέργειά της, είναι μεσότητα, επειδή από την φύση της είναι ανάμεσα σ' αυτές τις δύο. Και κάθε ενέργεια που καθορίζεται φυσικώς από το λόγο της υπάρξεώς της, είναι τέλος της κινήσεως της ουσίας, κινήσεως που έρχεται στο νου πριν από αυτή.